- μετεκλάβοιτε
- μετά-ἐκλαμβάνωreceive fromaor opt act 2nd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μετεκλαμβάνω — (Μ) παίρνω μερίδιο από κάτι («μετεκλάβοιτε τῶν ἐμῶν ξενισμάτων», Θεόδ. Στουδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ἐκ λαμβάνω «παίρνω»] … Dictionary of Greek